- ἱερόθυτος
- ἱερό-θυτος, Gott geopfert; ἱερ. ϑάνατος, Opfertod fürs Vaterland; καπνός, Opferdampf
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ιερόθυτος — ἱερόθυτος, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται σε θυσίες ή προέρχεται από θυσίες («ἱερόθυτος θάνατος», Πίνδ.) 2. ο αφιερωμένος σε θεό 3. αυτός που θυσιάστηκε για την πατρίδα ή για κάποιο ιερό σκοπό 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόθυτα τα θύματα.… … Dictionary of Greek
ἱερόθυτον — ἱερόθυτος devoted masc/fem acc sg ἱερόθυτος devoted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱρόθυτον — ἱερόθυτος devoted masc/fem acc sg ἱερόθυτος devoted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροθύτου — ἱερόθυτος devoted masc/fem/neut gen sg ἱεροθύτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροθύτων — ἱερόθυτος devoted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερόθυτα — ἱερόθυτος devoted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek